επανάσταση — η 1. ομαδική εξέγερση ενάντια σ αυτούς που κυβερνούν ή ενάντια στην εξουσία που αποβλέπει στη βίαιη ανατροπή του πολιτικού ή κοινωνικού καθεστώτος ή και στον εξαναγκασμό του κράτους να πράξει ή να μην πράξει κάτι, η στάση, το στασιαστικό κίνημα.… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Praxis — PRAXIS, ios, Gr. Πρᾶξις, ιος, ein Beynamen der Venus, unter welchem sie ihren Tempel mit einer sehr alten Bildsäule in Attika hatte. Pausan. Att. c. 43. p. 81. Sie soll solchen Namen von πράξει, oder der Ausübung haben. Gyrald. Synt. XIII. p. 396 … Gründliches mythologisches Lexikon
Minuscule 276 — New Testament manuscripts papyri • uncials • minuscules • lectionaries Minuscule 276 Text Gospels Date 1092 Script Greek … Wikipedia
LATERNA — iam Veteribus multo in usu fuit. Cum enim νυκτιπορίᾳ plurimum illi uterentur, uti de Alex. Mag. Iuli Caesate, Aug. aliis, legimus, ad iter nocturnum faces primum adhibuêrunt lychnuchos e pelle, quae vim ventorum facile ferre possent ac defendere … Hofmann J. Lexicon universale
αβουλία — Ψυχοδιανοητική ανωμαλία που χαρακτηρίζεται από ανικανότητα, αδυναμία ή έλλειψη βουλητικών ενεργειών. Τα αίτιά της μπορεί να είναι οργανικά (υπολειτουργία αδένων) ή ψυχολογικά (διάφορες μορφές νευρώσεων ή ψυχονευρώσεων). Η α. άλλοτε εμφανίζεται ως … Dictionary of Greek
ακόλαστος — η, ο (Α ἀκόλαστος, ον) ο αχαλίνωτος, όποιος δεν δείχνει εγκράτεια (κυρίως στις σαρκικές ηδονές) νεοελλ. αυτός που δεν έχει κολαστεί, δεν έχει πει ή πράξει κάτι που τό τιμωρεί η Εκκλησία αρχ. εκείνος που δεν έχει τιμωρηθεί. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ στερητ … Dictionary of Greek
αμέλεια — Η παράβλεψη, η έλλειψη προσοχής, η ενέργεια από απροσεξία. (Νομ.) Σύμφωνα με το δίκαιο, θεωρείται γενικά α. κάθε παράλειψη της απαιτούμενης επιμέλειας κατά τις συναλλαγές (άρθρο 330 Α.Κ.). Αυτός που δεν δείχνει την προσοχή που απαιτείται, δεν… … Dictionary of Greek
αξιώνω — (AM ἀξιῶ, όω) [άξιος] 1. θεωρώ κάτι ως δικαίωμά μου, εγείρω αξίωση, απαιτώ 2. θεωρώ κάποιον άξιο να πράξει ή να είναι κάτι ||| νεοελλ. μέσ. κατορθώνω αρχ. 1. θεωρώ κάποιον άξιο αμοιβής ή τιμωρίας 2. τιμώ, εκτιμώ 3. αποδίδω τιμή σε κάποιον, τον… … Dictionary of Greek
δοκώ — (I) (AM δοκῶ, έω) Ι. δοκώ αρχ. μσν. και «δοκεῑ μοι» νομίζω, θαρρώ νεοελλ. (ε)δοκήθηκα αντιλήφθηκα αρχ. μσν. 1. απρόσ. «δοκεῑ μοι» μού φαίνεται ορθό 2. (προσωπικό με δοτ.) φαίνομαι («μάλα μοι δοκέει πεπνυμένος εἶναι», Αισχ.) 3. (για πρόσ.)… … Dictionary of Greek
εκκαλώ — ( έω) (AM ἐκκαλῶ) Ι. προσβάλλω δικαστική απόφαση με το ένδικο μέσο τής έφεσης αρχ. μσν. ἐκκαλούμαι παρακινῶ μσν. 1. ονομάζω 2. καλῶ, προσκαλῶ 3. μηνύω, καταγγέλλω αρχ. 1. φωνάζω κάποιον να βγει έξω 2. μέσ. διεγείρω 3. προκαλώ κάποιον να πράξει… … Dictionary of Greek